γυμναστικῶν

γυμναστικῶν
γυμναστικός
fond of athletic exercises
fem gen pl
γυμναστικός
fond of athletic exercises
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Hellenic Association of Amateur Athletics — The Hellenic Association of Amateur Athletics (Greek: polytonic|Σύνδεσμος Ελληνικών Γυμναστικών Αθλητικών Σωματείων; abbreviated SEGAS) is Greece s governing body for amateur sport.SEGAS was created in 1897 and has been the principal organiser of …   Wikipedia

  • Association hellénique d'athlétisme amateur — La SEGAS ou en français Association hellénique d athlétisme amateur (en grec moderne Σύνδεσμος Ελληνικών Γυμναστικών Αθλητικών Σωματείων) est la fédération grecque de sport « amateur » (même quand ce dernier est devenu professionnel… …   Wikipédia en Français

  • ΣΕΓΑΣ — ο, Ν αρκτικόλεξο τού Συνδέσμου Ελληνικών Γυμναστικών και Αθλητικών Σωματείων, σκοπός τού οποίου είναι η διάδοση και η καλλιέργεια τού αθλητισμού και τής γυμναστικής στην ελληνική κοινωνία …   Dictionary of Greek

  • αγέλη — Ομάδα ομοειδών ζώων που ζουν και μετακινούνται μαζί. Η διαβίωση σε α. οφείλεται στην ανάγκη ομαδικής άμυνας και στο ένστικτο της πολυγαμίας. Τα ζώα που ζουν στις α. λέγονται αγελαία. Με τον όρο α. εννοείται στον προσκοπισμό μία τάξη προσκόπων με… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • ακροβάτης — I Ο όρος κατά λέξη σημαίνει αυτόν που περπατάει στις άκρες των ποδιών και χρησιμοποιείται από πολλές ξένες γλώσσες για να υποδηλώσει κάθε είδους θαυματοποιούς, σχοινοβάτες, σαλτιμπάγκους, άλτες, ισορροπιστές, δεξιοτέχνες ποδηλάτες κ.ά. Η… …   Dictionary of Greek

  • ακροβασία — Γυμναστικές σωματικές ασκήσεις καθώς και είδος αθλήματος που συνδυάζει πολλών ειδών σωματικές ασκήσεις. Κάθε είδος αποτελεί και ένα ιδιαίτερο άθλημα. Οι ακροβατικές ασκήσεις ήταν γνωστές στην Ελλάδα, την Αίγυπτο, τη Ρώμη, το Βυζάντιο, την Κίνα… …   Dictionary of Greek

  • διάκαμψις — διάκαμψις, η (Α) [διακάμπτω] κάμψη τού σώματος κατά την εκτέλεση γυμναστικών ασκήσεων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”